- τετραγωνάκι
- το, Ν [τετράγωνο]μικρό τετράγωνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυρόλεξο — Είδος πνευματικής άσκησης των νεώτερων χρόνων. Τα πρώτα σ., επινόηση ενός Άγγλου, διαδόθηκαν πολύ στις ΗΠΑ και από κει στον υπόλοιπο κόσμο. Σ’ ένα σχήμα συνήθως τετράγωνο αλλά συχνά και άλλου γεωμετρικού σχήματος, περιέχονται λευκά και μαύρα… … Dictionary of Greek
τετραγωνίδιο — το 1. μικρό τετράγωνο, τετραγωνάκι. 2. στην τυπογραφία τετραγωνικό στοιχείο χαμηλότερο από τα άλλα για συμπλήρωση των γραμμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)